ξυλοκόπος

ξυλοκόπος
ο дровосек, лесоруб

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξυλοκόπος" в других словарях:

  • ξυλοκόπος — hewing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόπον — ξυλοκόπος hewing masc/fem acc sg ξυλοκόπος hewing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόποι — ξυλοκόπος hewing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπου — ξυλοκόπος hewing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπους — ξυλοκόπος hewing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kostis Gimossoulis — Infobox Writer name = Kostis Gimossoulis Κωστής Γκιμοσούλης imagesize = caption = birthdate = 1960 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet, novelist genre = period =1983 ndash; influences =… …   Wikipedia

  • Kostis Gimosoulis — Nombre completo Kostis Gimosoulis Κωστής Γκιμοσούλης Nacimiento 1960 Atenas, Grecia Ocupación Poeta, Novelista Período …   Wikipedia Español

  • древосечец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ξυλοκόπος) дровосек (Втор. 29, 11. Иис. 9, 21); древотес… …   Словарь церковнославянского языка

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • δρυηκόπος — δρυηκόπος, ον (Α) ξυλοκόπος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»